- τενθρήνιον
- τὸ, Α [τενθρήνη]1. σφηκοφωλιά2. (κατά τον Ησύχ.) «κηρίον».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τενθρήνιον — the nest of the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τενθρηνιώδης — και δ. γρφ. τενθρηνώδης, ῶδες, Α [τενθρήνιον] 1. αυτός που έχει το σχήμα σφηκοφωλιάς, ο γεμάτος τρύπες 2. (κατά τον Ησύχ.) «τενθρηνιῶδες πολύκενον ώς κηρίον και άραιόν» … Dictionary of Greek